- τσεύδισμα
- και τσέβδισμα, το, Ν [τσευδίζω / τσεβδίζω] ψεύδισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσεύδισμα — το βλ. τσέβδισμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσέβδισμα — το, Ν βλ. τσεύδισμα … Dictionary of Greek
ψευδισμός — ο, Ν ιατρ. διαταραχή τού προφορικού λόγου που αφορά την άρθρωση και την προφορά, χωρίς εμφανή οργανική βλάβη τών φωνητικών οργάνων, κν. τσεύδισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek